- σεβαστοκράτορας
- ο / σεβαστοκράτωρ, -ορος, θηλ. σεβαστοκρατόρισσα, ΝΜβυζαντινό αξίωμα που απονεμήθηκε, για πρώτη φορά, από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό στον αδερφό του Ισαάκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + -κράτωρ (βλ. αυτό-κράτωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.